αποψιλώνω

αποψιλώνω
(AM ἀποψιλῶ, -όω)
νεοελλ.
1. ξεριζώνω ή κατακαίω τη βλάστηση μιας έκτασης
2. αποστερώ τελείως κάποιον από κάτι
αρχ.
μαδώ τις τρίχες, καθιστώ κάτι άτριχο, απογυμνώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αποψιλώνω — αποψιλώνω, αποψίλωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποψιλώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. αποτριχώνω (βλ. λ.). 2. καταστρέφω δεντρόφυτη έκταση: Από τις συνεχείς πυρκαγιές μεγάλες περιοχές της χώρας μας έχουν αποψιλωθεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταψιλώ — καταψιλῶ, όω (AM) καθιστώ κάτι εντελώς γυμνό, γδύνω, γυμνώνω τελείως αρχ. μτφ. απλοποιώ, εξομαλύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ψιλῶ «αποψιλώνω»] …   Dictionary of Greek

  • ψιλώνω — ψιλῶ, όω, ΝΜΑ [ψιλός] 1. μαδώ τις τρίχες, καθιστώ κάτι άτριχο, αποψιλώνω 2. γραμμ. βάζω ψιλή στο αρχικό φωνήεν μιας λέξης αρχ. 1. (γενικά) απογυμνώνω, αποστερώ («ἐπωμίδα σαρκῶν ψιλοῡν», Ιπποκρ.) 2. λεηλατώ, ληστεύω («τὸ χωρίον ψιλῶσαι», Δίων… …   Dictionary of Greek

  • αποτριχώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, βγάζω τις τρίχες, αποψιλώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”